μαγγώνω

μαγγώνω
και μαγκώνω
1. συσφίγγω, συμπιέζω κάτι δυνατά, συνθλίβω («η μηχανή μού μάγγωσε τα δάχτυλα»)
2. συλλαμβάνω, πιάνω («δύο μέρες κυνηγούσαν τον κλέφτη, αλλά στο τέλος τόν μάγγωσαν»)
3. φέρνω κάποιον σε αδιέξοδο, τόν πιέζω, τόν στριμώχνω
4. (για περιστρεφόμενα η παλινδρομικά κινούμενα εξαρτήματα) παθαίνω εμπλοκή
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγγωμένος, -η, -ο
αδύναμος να ενεργήσει ή να μιλήσει λόγω δειλίας ή αμηχανίας, αμίλητος, συνεσταλμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *μαγγανώνω < μάγγανο, με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δαγκώνω — και δαγκάνω και δαγκάω και δακώνω (Μ δαγκώνω και δαγκάνω και δακάνω) σφίγγω ή κόβω κάτι με τα δόντια μου νεοελλ. 1. έχω τη συνήθεια ή την ιδιότητα να δαγκώνω («πρόσεχε! το σκυλί δαγκώνει») 2. είμαι εκδικητικός 3. (για έντομα) τσιμπώ, κεντρίζω 4.… …   Dictionary of Greek

  • εναποσφηνώ — ἐναποσφηνῶ ( όω) (Α) σφηνώνω μέσα σε κάτι, σφίγγω, μαγγώνω …   Dictionary of Greek

  • μάγγωμα — και μάγκωμα, το [μαγγώνω] 1. σύσφιγξη, συμπίεση, σύνθλιψη 2. σύλληψη 3. μτφ. αδυναμία έκφρασης και ενέργειας λόγω δειλίας ή αμηχανίας …   Dictionary of Greek

  • μαγγανίζω — και μαγκανίζω [μάγγανο] 1. βάζω ή σφίγγω κάτι στο μάγγανο, περνώ κάτι από το μάγγανο 2. συνθλίβω, συμπιέζω, συσφίγγω, μαγγώνω 3. μτφ. στενοχωρώ, βασανίζω …   Dictionary of Greek

  • μαγκώνω — βλ. μαγγώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”