- μαγγώνω
- και μαγκώνω1. συσφίγγω, συμπιέζω κάτι δυνατά, συνθλίβω («η μηχανή μού μάγγωσε τα δάχτυλα»)2. συλλαμβάνω, πιάνω («δύο μέρες κυνηγούσαν τον κλέφτη, αλλά στο τέλος τόν μάγγωσαν»)3. φέρνω κάποιον σε αδιέξοδο, τόν πιέζω, τόν στριμώχνω4. (για περιστρεφόμενα η παλινδρομικά κινούμενα εξαρτήματα) παθαίνω εμπλοκή5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγγωμένος, -η, -οαδύναμος να ενεργήσει ή να μιλήσει λόγω δειλίας ή αμηχανίας, αμίλητος, συνεσταλμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *μαγγανώνω < μάγγανο, με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς)].
Dictionary of Greek. 2013.